- κατασκευαστικῶν
- κατασκευαστικόςfitted for providingfem gen plκατασκευαστικόςfitted for providingmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… … Dictionary of Greek
ηλεκτροτεχνία — Επιστήμη που μελετά, σχεδιάζει και πραγματοποιεί τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Τον 19ο αι. η παραγωγή, η συσσώρευση και η χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού, χάρη στις εργασίες διάσημων επιστημόνων, γινόταν με κριτήρια όλο και περισσότερο βιομηχανικά … Dictionary of Greek
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
μόνωση — Η χρήση κατάλληλων υλικών ή η εφαρμογή ειδικών τεχνικών λύσεων για την αποτελεσματική προστασία χώρων, εγκαταστάσεων, συσκευών ή αντικειμένων από τη διάδοση φυσικών φαινομένων, όπως οι θόρυβοι (ηχομόνωση), η θερμότητα (θερμομόνωση), οι κραδασμοί … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
Κόνκορντ — (Concord). Ονομασία τεσσάρων πόλεων των ΗΠΑ. 1. Πόλη (121.780 κάτ. το 2000) στη δυτική Καλιφόρνια, ΒΑ της πόλης Μπέρκλεϊ. Είναι ανατολικό προάστιο στην περιοχή του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο. Διαθέτει διυλιστήρια πετρελαίου καθώς και βιομηχανίες… … Dictionary of Greek
Μάκιντος, Τσαρλς Ρένι — (Charles Rennie Mackintosh, Γλασκόβη 1868 – Λονδίνο 1928). Βρετανός αρχιτέκτονας και μορφολόγος σχεδιαστής. Θεωρείται από τους πρωτοπόρους της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Από το 1885 έως το 1889 σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Γλασκόβης και σε… … Dictionary of Greek
Νέρβι, Πιερ Λουίτζι — (Pier Luigi Nervi, Σόντριο 1891 – 1979). Ιταλός μηχανικός και αρχιτέκτονας. Στρεφόμενος προς τη μελέτη του προσυμπιεσμένου οπλισμένου σκυροδέματος και των ελαφρών τόξων για μεγάλες στέγες, πραγματοποίησε ενδιαφέροντα πειράματα εκβιομηχάνισης της… … Dictionary of Greek
Ντελόρμ, Φιλμπέρ — (Philibert Delorme ή De L ’Orme, Λιόν περ. 1510 – Παρίσι 1570). Γάλλος αρχιτέκτονας. Μαζί με τον Ζαν Μπιλάν και τον Πιερ Λεσκό θεωρείται από τους κυριότερους δημιουργούς του αναγεννησιακού ρυθμού στη Γαλλία. Στις οικοδομές του πατέρα του είχε την … Dictionary of Greek